οπισθοκέλευθος

οπισθοκέλευθος
ὀπισθοκέλευθος, -ον (Α)
αυτός που ακολουθεί κάποιον βαθίζοντας πίσω του, ακόλουθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)-* + κέλευθος «δρόμος, οδός» (πρβλ. οξυ-κέλευθος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὀπισθοκέλευθος — following behind masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπισθοκέλευθον — ὀπισθοκέλευθος following behind masc/fem acc sg ὀπισθοκέλευθος following behind neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέλευθος — κέλευθος, ἡ, ο πληθ. και κέλευθα, τὰ (Α) 1. δρόμος, οδός, ατραπός 2. πορεία, οδοιπορία, ταξίδι σε στεριά ή θάλασσα 3. μτφ. ο ανοιχτός δρόμος ενέργειας, ο τρόπος πράξης («ἔργων κέλευθον ἄν καθαράν», Πίνδ.) 4. μακρινό ταξίδι, μεγάλη απόσταση… …   Dictionary of Greek

  • οπισθ(ο)- — (ΑΜ οπισθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίρρ. ὄπισθεν (το ο από το συνδετικό φωνήεν) και δηλώνει ότι το β συνθετικό βρίσκεται πίσω (πρβλ. οπισθ αύλιο, οπισθό δομος, οπισθο κάλυμμα) ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”